- γενέθλῃ
- γενέθληracefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… … Dictionary of Greek
γενέθλη — race fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλαις — γενέθλη race fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλην — γενέθλη race fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλης — γενέθλη race fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλῃσι — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλῃσιν — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
γενέθλα — γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc/acc dual γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλας — γενέθλᾱς , γενέθλη race fem acc pl γενέθλᾱς , γενέθλη race fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)